Non so in qual modo, ma i miei scolarini erano venuti a sapere che quel giorno era il mio compleanno. Me li vidi arrivare alla scuola col vestito delle feste e con un regalino tra le mani.
Chi mi portava una penna elegante, chi un libriccino da messa, chi un astuccio da lavoro, chi un bel mazzo di fiori freschi. Io fui consolata e attristata da quella vista: consolata perchè qualunque segno di gratitudine o d'affetto che mi venisse da quei buoni figliuoli mi toccava il cuore e mi faceva parer leggiero ogni sacrifizio: attristata, poichè pensavo che i denari occorsi in quelle compre, potevano venir destinati a più nobile uso. A ogni modo, accolsi serenamente quelle care dimostrazioni d'amore.
Un bambino solo, il più povero, non mi offrì nulla: ma dal suo contegno imbarazzato e dal suo visetto malinconico argomentai quanto dovesse soffrire. Lo chiamai e quando l'ebbi vicino me lo strinsi ripetutamente fra le braccia, baciandolo. Incoraggiato da quelle carezze, il poverino mi pose tra le mani un involtino e fuggì vergognoso.
Sorpresa e incuriosita, lo aprii senza che nessuno potesse accorgersene. Vi erano.... indovinate!.. Tre pallottoline di zucchero!
Lo richiamai subito da me.
--Lo sapevi che mi piacesse lo zucchero? gli chiesi sorridendo.
--Me lo sono figurato! Mi piace tanto a me!
--E tu, ripresi commossa, l'hai certo chiesto alla mamma e....
--No signora! replicò prontamente, non ho chiesto nulla a nessuno; glie l'ho serbato proprio io, di mio....
--Ma pure....
--La nonna, quando mi dà il caffè e latte, mi mette sempre nella chicchera due o tre pallottoline di zucchero per indolcirlo. Io ho levato lo zucchero....
--E il caffè e latte?... chiesi con la gola serrata.
--L'ho preso amaro!
Mario, piccolo Mario, dove sei tu? Forse il fumo delle officine avrà annerito il tuo viso d'angelo, forse a quest'ora lavorerai i campi dove biondeggia la messe e si matura, al sole, la vite, forse ti accoglieranno le navi avventurose dove il lavoro è sì duro, la speranza sì fallace....
Ma chiunque tu sii, operaio, agricoltore o uomo di mare, il tuo posto è fra i nobili cuori, per quali l'amore è sacrifizio, l'abnegazione, dovere.
Mario, piccolo Mario, se tu per un momento potessi entrare nella mia stanzetta da studio, vedresti molte carte, molti libri, molti ninnoli; e vedresti anche, custoditi in una piccola campana di vetro, tre pezzetti di zucchero, un nome, una data! | Δεν ξέρω με πιο τρόπο, αλλά οι μαθητές μου έμαθαν πως εκείνη τη μέρα ήταν τα γενέθλια μου. Τους είδα να έρχονται στο σχολείο με τα γιορτινά τους ρούχα και με ένα δωράκι στα χέρια. Κάποιος μου έφερε ένα κομψό στυλό, άλλος ένα βιβλιαράκι με ψαλμωδίες, άλλος μια τσάντα για τη δουλειά και άλλος ένα όμορφο μπουκέτο με φρέσκα λουλούδια. Αισθάνθηκα παρηγοριά και συνάμα λύπη με αυτό που είδα: παρηγοριά γιατί οποιαδήποτε ένδειξη ευγνωμοσύνης ή αγάπης προερχόμενη από αυτά τα καλά παιδιά άγγιζε την καρδιά μου και με έκανε να θεωρήσω λιγότερο το βάρος της κάθε μου θυσίας: λύπη, γιατί σκεφτόμουν πως τα χρήματα που καταναλώθηκαν για αυτές τις αγορές, θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για καλύτερο σκοπό. Σε κάθε περίπτωση, δέχτηκα γαλήνια τις αξιαγάπητες ενδείξεις αγάπης τους. Ένα μόνο παιδί, το πιο φτωχό, δεν μου πρόσφερε τίποτα: αλλά από την αμήχανη συμπεριφορά του και από το μελαγχολικό του προσωπάκι καταλάβαινα το πόσο πρέπει να υπέφερε. Το φώναξα και όταν ήρθε κοντά μου το έσφιξα επανειλημμένα στην αγκαλιά μου, φιλώντας το. Παίρνοντας θάρρος από εκείνα τα χάδια, το δύστυχο έφυγε ντροπιασμένο αφού πρώτα έβαλε ανάμεσα στα χέρια μου κάτι το οποίο ήταν τυλιγμένο. Έκπληκτη αλλά και περίεργη, το άνοιξα χωρίς να το αντιληφθεί κανείς. Υπήρχαν... μαντέψτε!... Τρεις μπαλίτσες ζάχαρης! Αμέσως, τον φώναξα ξανά να έρθει σε έμενα. --Ήξερες ότι μου αρέσει η ζάχαρη; τον ρώτησα χαμογελώντας. --Το υπέθεσα! Σε εμένα αρέσει πολύ! --Και εσύ, συνέχισα συγκινημένη, σίγουρα το ζήτησες από στη μαμά και... --Όχι κυρία! απάντησε αμέσως, δε ζήτησα τίποτα από κανέναν. Σας τις φύλαξα εγώ, ο ίδιος... --Μα πώς... --Η γιαγιά όταν μου φτιάχνει καφέ με γάλα, μου βάζει πάντα δίπλα στο φλιτζάνι δύο ή τρεις μπαλίτσες ζάχαρης για να τον γλυκάνω. Εγώ έβγαλα τη ζάχαρη... --Και ο καφές με γάλα;... ρώτησα έχοντας έναν κόμπο στο λαιμό. --Τον ήπια πικρό! Μάριο, μικρέ Μάριο, πού είσαι; Ίσως ο καπνός του μηχανουργείου να μαύρισε το αγγελικό σου πρόσωπο, ίσως αυτήν την ώρα να δουλεύεις στα χωράφια όπου μεγαλώνει το σιτάρι και ωριμάζει, στον ήλιο, το αμπέλι, ίσως να σε καλωσορίζουν τα πλοία που είναι γεμάτα περιπέτειες και η δουλεία είναι τόσο σκληρή, η ελπίδα τόσο απατηλή... Μα όποιος και αν είσαι, εργάτης, αγρότης ή άνθρωπος της θάλασσας, η θέση σου είναι ανάμεσα στις ευγενικές καρδιές, για τις οποίες η αγάπη είναι θυσία, και η αυταπάρνηση καθήκον. Μάριο, μικρέ Μάριο, αν μπορούσες για μια στιγμή να μπεις στην μικρή μου αυτή κάμαρα που διαβάζω, θα έβλεπες πολλά χαρτιά, πολλά βιβλία, πολλά παιχνιδάκια· και θα έβλεπες επίσης φυλαγμένες μέσα σε μια μικρή γυάλινη καμπάνα, τρία κομματάκια ζάχαρη, ένα όνομα, μια ημερομηνία! |